ανηγεμονευτος

ανηγεμονευτος
    ἀνηγεμόνευτος
    ἀν-ηγεμόνευτος
    2
    не имеющий руководителя
    

(ἀδέσποτος καὴ ἀ. Luc.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ανηγεμονευτος" в других словарях:

  • ἀνηγεμόνευτος — without leader masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανηγεμόνευτος — η, ο (Α ἀνηγεμόνευτος, ον) αυτός που δεν έχει ηγεμόνα, άρχοντα, ακαθοδήγητος …   Dictionary of Greek

  • ἀνηγεμόνευτον — ἀνηγεμόνευτος without leader masc/fem acc sg ἀνηγεμόνευτος without leader neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνηγεμονεύτου — ἀνηγεμόνευτος without leader masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνηγεμονεύτων — ἀνηγεμόνευτος without leader masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνηγεμόνευτα — ἀνηγεμόνευτος without leader neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνηγεμόνευτοι — ἀνηγεμόνευτος without leader masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»